- μισ(ο)-
- (Μ μισ[ο]-)α' συνθετικό λέξεων τής μσν. και νεοελλ. γλώσσας που ανάγεται στο επιθ. μισός και προσδίδει στο β' συνθετικό σημασίες ανάλογες με το πρόθημα ημι-* (< ἥμισυς): α) το μισό ως προς το ποσό (πρβλ. μισοαδειανός, μισόκιλο)β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο, ανολοκλήρωτο (πρβλ. μισοσβήνω, μισοτελειώνω, μισόλογα)γ) ελαφρώς, λίγο (υποκορ. σημ.) (πρβλ. μισοκλέβω, μισοκλείνω, μισοκρυμμένος). Μεγάλος αριθμός, τέλος, συνθέτων με α' συνθετικό μισ(ο)- ανάγονται στο επίθ. μέσος (θλ. λ. μεσ[ο]-) με παρετυμολογική επίδραση τού μισός.Σύνθ. με α' συνθετικό μισ(ο)-: μσν. μισαφορμάρης, μισοάνθρωπος, μισοβούτσι(ν), μισοεύκαιροςμσν.- νεοελλ.μισοκάμνω, μισοκλέβω, μισοπεθαμένος, μισοπνιγμένοςνεοελλ.μισανοίγω, μισοαδειάζω, μισαλεσμένος, μισοβάρελο, μισοβράζω, μισογεμάτος, μισόγεμος, μισογινωμένος, μισογκρεμισμένος, μισόγυμνος, μισοζώντανος, μισοκαμένος, μισοκαμπίζω, μισοκαμπίς, μισόκιλο, μισοκλείνω, μισοκοίλι, μισοκρυμμένος, μισολάγηνο, μισόλογα, μισονεκρωμένος, μισοξετελειώνω, μισοούρανα, μισοπάλαβος, μισοσαράκοστο, μισοσβήνω, μισόσκεπος, μισόστρατα, μισοτελειώνω, μισοτιμής, μισοτραγί, μισότραγος, μισότρελος, μισότριβος, μισουρανίς, μισοφέγγαρο, μισοφούστανο, μισοφτειαγμένος, μισόφτειαστος, μισοχαλασμένος, μισοχορταίνω, μισοψημένος.
Dictionary of Greek. 2013.